συνομίλει — συνομιλέω converse with pres imperat act 2nd sg (attic epic) συνομί̱λει , συνομιλέω converse with pres imperat act 2nd sg (attic epic) συνομιλέω converse with imperf ind act 3rd sg (attic epic) συνομί̱λει , συνομιλέω converse with imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бесѣдовати — БЕСѢД|ОВАТИ (360), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Беседовать, разговаривать, общаться: Ѥгда съ ст҃ыими бесѣдɤѥши. въпрашѩи ихъ о дɤховьнѣмь. ѥгда ли не съ тацѣми. то ты самъ дховьнѣ бесѣдоуи. (ὅταν... λαλεῖς) Изб 1076, 72; ѥгда же ли пакы кого слышааше… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Θωθ — Αιγυπτιακός θεός της σοφίας, κύριος των νόμων και των ιερών κειμένων. Η λατρεία του, που προέρχεται πιθανότατα από την περιοχή του Δέλτα του Νείλου, είχε το κέντρο της στην Ερμούπολη. Παριστανόταν με τη μορφή ίβιδας (το ιερό πουλί ίβις ήταν… … Dictionary of Greek
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
εγγαστρίμυθος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα άτομα που κατορθώνουν να μιλούν χωρίς να κινούν τα χείλη, ώστε να προκαλούν την εντύπωση ότι η φωνή τους δεν προέρχεται από το στόμα αλλά από την κοιλιά (απ’ που προήλθε και η ονομασία ε.) ή, σε νεότερες… … Dictionary of Greek
θεόμιλος — θεόμιλος, ον (Μ) αυτός που συνομιλεί με τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όμιλος (< όμιλος), πρβλ. δυσ όμιλος, εξ όμιλος] … Dictionary of Greek
ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων … Dictionary of Greek
συνομιλητής — ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ [συνομιλῶ] νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς 2. (διπλ. πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες αρχ. σύντροφος, φίλος … Dictionary of Greek
Αδάμ στίχοι — Ποίημα που έγραψε στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. ο μητροπολίτης Νικαίας Ιγνάτιος στη δημοτική γλώσσα εκείνης της εποχής. Αποτελείται από 143 στίχους και παρουσιάζει τον Θεό να συνομιλεί με τους πρωτόπλαστους στον Παράδεισο. Διακρίνεται για τη… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek